"Η Ζωή Είναι Πόλεμος" Γράφει ο Κωνσταντινίδης Βασίλειος Κρίτων
![]() |
ο Κωνσταντινίδης Βασίλειος Κρίτων. |
Η ζωή’ ναι
πόλεμος, η γη είναι στρατόπεδο,
ο ΔΡΟΜΟΣ για την νίκη είναι το μόνο σου χρέος και όχι η νίκη.
ο ΔΡΟΜΟΣ για την νίκη είναι το μόνο σου χρέος και όχι η νίκη.
Να κοιμάσαι,
να στολίζεσαι, να γελάς, να μιλάς,
δεν έχει σημασία ο τελικός προορισμός αλλά η διαδρομή, εκεί είναι η αξία,
δεν έχει σημασία ο τελικός προορισμός αλλά η διαδρομή, εκεί είναι η αξία,
ένας είναι ο
σκοπός σου, ο πόλεμος, πολέμα….
Να’ σαι
νέος, όσο χρονών κι αν είσαι,
γερός, να αγαπάς με πάθος,
γερός, να αγαπάς με πάθος,
το πρόσωπο σου να γεμίζει την καρδιά
και να σε αφήνει ν’ αγαπήσεις με ίση αφιλοκέρδεια
και σφοδρότητα τα πάντα και να οδοιποράς πεζός,
και να σε αφήνει ν’ αγαπήσεις με ίση αφιλοκέρδεια
και σφοδρότητα τα πάντα και να οδοιποράς πεζός,
μ’ ένα άστρο
στο κεφάλι, να πας παντού,
Έλληνα παιδί του ουρανού, από την μια άκρη ως την άλλη, στον κόσμο,
Έλληνα παιδί του ουρανού, από την μια άκρη ως την άλλη, στον κόσμο,
να΄ σαι
άνοιξη για να μπορεί να μπαίνει το καλοκαίρι
και να΄ ρχονται,
όλοι φορτωμένοι με φρούτα και βροχές,
και να΄ ρχονται,
όλοι φορτωμένοι με φρούτα και βροχές,
το ανθρώπινο
φθινόπωρο κι ο ανθρώπινος χειμώνας,
θαρρώ ότι θα’ ταν αναίδεια να θέλει μεγαλύτερη ευτυχία.
θαρρώ ότι θα’ ταν αναίδεια να θέλει μεγαλύτερη ευτυχία.
Αξίζεις να
δεχτείς τις χαρές της ζωής,
να μη
θυσιάζεις τα μικρά μαργαριτάρια για ν’ αποχτήσεις το Μέγα Μαργαριτάρι,
να μένεις
στο στρωτό δρόμο που οδηγάει στην ευτυχία και να πάρεις δρόμο,
που ανάμεσα
σε δύο γκρεμούς,
εσύ να ανεβαίνεις
και να γίνεσαι ανόθευτος.
Αν η
πραγματικότητα δεν παίρνει τη μορφή που θέλουμε, εμείς φταίμε.
Ότι δεν
πεθυμήσαμε αρκετά, αυτό το λέμε ανύπαρχτο.
Πεθύμησέ το,
πότισέ το με το αίμα σου, με τον ιδρώτα και τα δάκρυα, και θα πάρει κορμί και αλήθεια.
Η
πραγματικότητα τίποτε’ άλλο δεν είναι.
Όλη η Γη στη
ζωή μας είναι μια Πομπηία λίγη ώρα πριν από την έκρηξη.
Τι
χρησιμεύει μια τέτοια γη, με τις αδιάντροπες γυναίκες,
με τους άπιστους άντρες, με τις ατιμίες, τις αδικίες και τις αρρώστιες;
με τους άπιστους άντρες, με τις ατιμίες, τις αδικίες και τις αρρώστιες;
Γιατί να
ζούνε όλοι ετούτοι οι έξυπνοι έμποροι, οι ανθρωποφάγοι, οι μαστροποί;
Γιατί να
μεγαλώσουν όλα ετούτα τα παιδιά και να καθίσουν κι αυτά στη θέση που κάθονται
οι γονείς τους, στις ταβέρνες, στις εργασίες που έχουν γίνει φάμπρικες, στα
πορνεία;
Όλη ετούτη η
ύλη εμποδίζει το πνεύμα να περάσει.
Ήρθε η ώρα
για εργασία, ενώ πέφτει η μέρα, αρχίζουν και φαίνονται τα φώτα της πόλης,
Βλέπω τους
ανθρώπους, βλέπω το περιβάλλον, βλέπω την τρέλα και τις στιγμές τους.
Βλέπω πόσο
τους αγαπώ και μέσα μου ακούω εσωτερική φωνή,
«Αγαπάω τ’
ό,τι θλιμμένο στον κόσμο,
Τα θολά τα
ματάκια, τους άρρωστους ανθρώπους,
Τα ξερά,
γυμνά δέντρα και τα έρημα πάρκα,
Τις νεκρές
πολιτείες, τους τρισκότεινους τόπους.
Τους
σκυφτούς οδοιπόρους που μ ένα δισάκι
Για μια
πολιτεία μακρινή ξεκινάνε.
Τους τυφλούς
μουσικούς των πολύβουων δρόμων,
Τους φτωχούς,
τους αλήτες, αυτούς που πεινάνε
Τα χλωμά τα
κορίτσια που πάντα προσμένουν
Τον ιππότη
που είδαν μια βραδιά στο όνειρό τους
Να φανεί απ
τα βάθη του απέραντου δρόμου
Τους
κοιμώμενους κύκνους πάνω στ’ ασπροφτερό τους
Τα καράβια
που φεύγουν για καινούρια ταξίδια
Και δεν
ξέρουν καλά αν θα γυρίσουν ποτέ πίσω
Αγαπάω, και
θα θελα μαζί τους να πάω,
Κι ούτε πια
να γυρίσω
Αγαπάω τις
κλαμένες, ωραίες γυναίκες
Που κοιτάνε
μακριά, που κοιτάνε θλιμμένα.
Αγαπώ σε
τούτον τον κόσμο ό, τι κλαίει
Γιατί
μοιάζει με μένα.»
Ποιος ξέρει,
τέτοια πρέπει να’ ναι η ψυχή του ανθρώπου.
Να
επιστρατεύεις τις ανθρώπινες ελπίδες και φόβους και να τις ρίχνεις σαν βέλος σε
άφταστο υπεράνθρωπο ύψος.
Ορμή και
περηφάνια,
κραυγή μέσα
στον αβάσταχτο θρήνο του αγέρα, λόγχη που στέκεται αλύγιστη, όρθια και δεν
αφήνει τον ουρανό να πέσει απάνω στα κεφάλια μας,
Όσο κοίταζα το βέλος αυτό να ανηφορίζει άφοβο στον ουρανό,
Όσο κοίταζα το βέλος αυτό να ανηφορίζει άφοβο στον ουρανό,
ένιωθα την
ψυχή μου να στερεώνεται,
να
τεντώνεται και να γίνεται βέλος.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου